μεγαλόκοιλος

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156

German (Pape)

[Seite 106] mit großer Höhlung, Sp.

Greek Monolingual

μεγαλόκοιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κοῖλος (πρβλ. ορθό- κοιλος, υδρό-κοιλος)].