ζωφόρος

From LSJ
Revision as of 13:10, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

(I)
ο
βλ. ζωοφόρος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο-φόρος, σημαιο-φόρος.
(II)
η
βλ. ζωοφόρος (ΙΙ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζωοφόρος (ΙΙ)].