κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
κυμινοδόχη, ἡ (Α)κυμινοδόκον, θήκη για κύμινο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχη, κυσο-δόχη].