κήλαστρος

Revision as of 18:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Greek (Liddell-Scott)

κήλαστρος: ἡ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 5., 4. 1, 3· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κήλαστρον, τό, αὐτόθι 1. 9, 3., 3. 3, 1, κτλ.· ― ἀειθαλές τι δένδρον.

Greek Monolingual

(I)
κήλαστρος, ἡ (Α)
το φυτό πρίνος, κηλάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλασ-τρος / τρον. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κήλαστρος / -τρον κατά δέπασ-τρον, ζύγασ-τρον. Η λ.συνδέεται πιθ. με τον τ. κήλη, ενώ κατ' άλλους προήλθε από τον τ. κήλον «βέλος, ξύλο», λόγω τών μυτερών φύλλων του φυτού].
(II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κηλαστρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. celastrus < αρχ. ελλ. κήλαστρος, η].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: holly, Ilex aquifolium (Thphr.); κηλάστραι σκαφίδες, ἀγγεῖα ποιμενικά. η δένδρα H
Other forms: -ον n.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like δέπαστρον, κάναστρον, ζύγαστρον (s. vv.). the suffix is Pre-Greek..

Frisk Etymology German

κήλαστρος: {kḗlastros}
Forms: -ον n.
Grammar: f.,
Meaning: Stechpalme, Ilex aquifolium (Thphr.), κηλάστραι· σκαφίδες, ἀγγεῖα ποιμενικά. ἢ δένδρα H.
Etymology : Bildung wie z. B. δέπαστρον, κάναστρον, ζύγαστρον (s. dd.). Herkunft unbekannt; die Anknüpfung an κηλίς (Bq) erfordert eine semantische Begründung. Hofmann Et. Wb. d. Griech. erinnert an bask. gorostri Stechpalme.
Page 1,838