δοχήϊον

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

German (Pape)

[Seite 663] τό, ion. u. poet. = δοχεῖον; μέλανος σταθεροῖο, Tintenfaß, Paul. Sil. 52 (VI, 66).

French (Bailly abrégé)

ion. c. δοχεῖον.

Greek Monotonic

δοχήϊον: τό, Ιων. αντί δοχεῖον, αυτό που συγκρατεί κάτι, αγγείο, μέλανος δ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δοχήϊον: τό ион. = δοχεῖον.