κάτοδος

From LSJ
Revision as of 07:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, ion. = κάθοδος, Her.

Greek (Liddell-Scott)

κάτοδος: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κάθοδος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ion. c. κάθοδος.

Greek Monolingual

κάτοδος, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. κάθοδος.

Russian (Dvoretsky)

κάτοδος: ἡ ион. = κάθοδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτοδος -ου, ὁ Ion. voor κάθοδος.