κάτοδος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
German (Pape)
[Seite 1402] ἡ, ion. = κάθοδος, Her.
Greek (Liddell-Scott)
κάτοδος: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κάθοδος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ion. c. κάθοδος.
Greek Monolingual
κάτοδος, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. κάθοδος.
Russian (Dvoretsky)
κάτοδος: ἡ ион. = κάθοδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάτοδος -ου, ὁ Ion. voor κάθοδος.