κεντουρίων
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
Greek Monolingual
κεντουρίων και κεντυρίων, ὁ (ΑΜ)
εκατόνταρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. centurio, -onis].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεντο(υ)ρίων -ωνος, ὁ, ook κεντυρίων, Lat. centurion (Romeins legerofficier).