εκατόνταρχος

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

ο (Α ἑκατόνταρχος και ἑκατοντάρχης)
1. αρχηγός στρατιωτικής ομάδας που αποτελείται από εκατό άντρες
2. διοικητής ρωμαϊκής εκατονταρχίας, κεντυρίων.