ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
mourir pour, gén..Étymologie: ὑπέρ, θνῄσκω.
ὑπερθνῄσκω: πεθαίνω υπέρ, με γεν. ή απόλ., σε Ευρ.
ὑπερθνῄσκω: умирать за другого Eur.: ὑ. τινός Eur. умирать за кого-л.