περιθειόω

From LSJ
Revision as of 02:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

German (Pape)

[Seite 576] herumgehen und durch Schwefeln reinigen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

περιθειόω: καπνίζω τι καλὼς διὰ θείου, καθαίρω, κυρίως διὰ θείου, «περιθειῶσαι· περικαθᾶραι, κυρίως θείῳ» Ἡσύχ., Φώτ.· - παρὰ Μενάνδρῳ ἐν «Δεισιδαίμονι» 1,6 ὁ Meineke διορθοῖ περιθεωσάτωσαν. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 104.

Russian (Dvoretsky)

περιθειόω: или περιθεόω очищать кругом или окуривать серой Men.