παροίτατος
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
German (Pape)
[Seite 525] superl. zu πάροιθε, πάρος, der vorderste, auch der eheste, früheste, ὅς μιν ἔτυψε παροίτατος Ap. Rh. 2, 29, vgl. 1, 910.