λασανοφόρος

From LSJ
Revision as of 12:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

German (Pape)

[Seite 17] den Nachttopf tragend, Plut. reg. apophth. p. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte la chaise percée.
Étymologie: λάσανον, φέρω.

Greek Monolingual

λασανοφόρος, ὁ (Α)
δούλος που φρόντιζε τα κοπροδοχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσανον + -φόρος (< φέρω)].

Russian (Dvoretsky)

λᾰσᾰνοφόρος: ὁ раб, на обязанности которого лежало приносить стульчак Plut.