Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
[Seite 606] τά, = πιττάκια, Moer.
τὰ, Α
τα λεπτά αποκόμματα τών δερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για λ. της καθημερινής γλώσσας, η οποία συνδέεται πιθ. με τη λ. πίσυγγος (πρβλ. πέσσυμπτον, πεσσύπτη). Κατ' άλλους, η λ. πρέπει να συνδεθεί με το πιττάκιον].