Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
μυότρωτος: -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68.
μυότρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει πληγωθεί στους μυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -τρωτος (< τιτρώσκω) «πληγώνω»), πρβλ. δουρί-τρωτος].