μυότρωτος

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek (Liddell-Scott)

μυότρωτος: -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68.

Greek Monolingual

μυότρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει πληγωθεί στους μυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -τρωτος (< τιτρώσκω) «πληγώνω»), πρβλ. δουρί-τρωτος].