γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
[Seite 1540] ὁ, das Ohrenschmalz, E. M. 549, 24.
ο (Α κυψελίτης) κυψελίςφρ. «κυψελίτης ρύπος» — η κυψελίδα του αφτιού.