φάλκη

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235

Greek (Liddell-Scott)

φάλκη: ἡ, νυκτερίς, Χρησμ. Σιβ. 14. 160. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φάλκη· ὁ τῆς κόμης αὐχμός. ἢ νυκτερίς».

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. νυχτερίδα
2. (κατά τον Ησύχ.) «φάλκη ὁ τῆς κόμης αὐχμός...».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Η σημ. της λ. ὁ τῆς κόμης αὐχμὸς έχει οδηγήσει στη σύνδεση με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. πάλκος·πηλός, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].