αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast
Source
Greek (Liddell-Scott)
λείουσι: Ποιητ. ἀντὶ τοῦ λέουσι, δοτ. πληθ. τοῦ λέων.
French (Bailly abrégé)
dat. pl. épq. de λέων.
English (Autenrieth)
see λέων.
Greek Monotonic
λείουσι: ποιητ. αντί λέουσι, δοτ. πληθ. του λέων.
Russian (Dvoretsky)
λείουσι: эп. (= λέουσι) dat. pl. к λέων.