θυστήριος

Revision as of 14:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

Greek Monolingual

θυστήριος, -ον (Α)
1. το αρσ. ως ουσ.θυστήριος
προσωνυμία του Διονύσου
2. (κατά το λεξ. Σούδα) το ουδ. ως ουσ. τὸ θυστήριον
«όρμητήριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο είτε του θύω (I) είτε του θύω (ΙΙ) και αποτελεί ένδειξη της πιθ. αρχικής ταύτισης τών δύο ρημάτων].