ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
καρροπηγός, ὁ (Α)ο κατασκευαστής κάρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + -πηγός (< πήγνυμι «καρφώνω, κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο-πηγός, ναυ-πηγός.