κρυσταλλοπήξ

From LSJ
Revision as of 03:06, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

French (Bailly abrégé)

πῆγος (ὁ, ἡ)
congelé, glacé.
Étymologie: κρύσταλλος, πήγνυμι.

Greek Monolingual

κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
βλ. κρυσταλλόπηκτος.

Greek Monotonic

κρυσταλλοπήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κρυσταλλοπήξ: ῆγος adj. оледеневший, замерзший (πόρος Aesch.).

Middle Liddell

κρυσταλλοπήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, = κρυσταλλόπηκτος, Aesch.]