θεόπνους
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
θεόπνους, -ουν και -οος, -οον (AM)
ο θεόπνευστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πνους (< -πνοος < πνοή < πνέω), πρβλ. ημί-πνους, σύμ-πνους].