θηλύνους

Revision as of 13:45, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. θηλύνοος.

Greek Monolingual

θηλύνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία μυαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νονς, σύν-νους].

English (Woodhouse)

(see also: θηλύνοος) effeminate, womanish