ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
gén. épq. de πάσσαλος.
πασσαλόφι: (ν) эп. gen. к πάσσαλος.