κιττοφόρος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek Monolingual
κιττοφόρος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κισσοφόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιττοφόρος -ον, ook κισσοφόρος [κιττός, φέρω] met klimop getooid.