ἀνέλλειπτος
From LSJ
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
English (LSJ)
ον,
A unfailing, πρός τάς υπηρεσίας Inscr.Prien.113.90 (i B.C.). Adv. ανέλ-ως ceaselessly, IG14.2498 (Nemausus).