στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Full diacritics: πολυείδεια | Medium diacritics: πολυείδεια | Low diacritics: πολυείδεια | Capitals: ΠΟΛΥΕΙΔΕΙΑ |
Transliteration A: polyeídeia | Transliteration B: polyeideia | Transliteration C: polyeideia | Beta Code: poluei/deia |
A v.l. for πολυειδία.
πολυείδεια: ἐσφ. γραφὴ ἀντὶ πολυειδία.
ἡ, Α
βλ. πολυειδία.