μείλιξις

Revision as of 14:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A propitiation, Anon. ap. Suid. s.v. μειλίγμασιν.

Greek (Liddell-Scott)

μείλιξις: ἡ, (μειλίσσω) ἐξιλέωσις, καταπράϋνσις, Σουΐδ. ἐν λ. μειλίγμασιν.

Greek Monolingual

μείλιξις, -εως, ἡ (Α) μειλίσσω
εξιλέωση, καταπράυνση.