μείλιξις
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
-εως, ἡ, propitiation, Anon. ap. Suid. s.v. μειλίγμασιν.
Greek (Liddell-Scott)
μείλιξις: ἡ, (μειλίσσω) ἐξιλέωσις, καταπράϋνσις, Σουΐδ. ἐν λ. μειλίγμασιν.
Greek Monolingual
μείλιξις, -εως, ἡ (Α) μειλίσσω
εξιλέωση, καταπράυνση.
German (Pape)
ἡ, das Besänftigen, Versöhnen, Vetera Lexica.