πολιτοκάπηλος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, A jobber in public offices, Malch. ap. Suid. s.v. Ζήνων.
German (Pape)
[Seite 657] ὁ, der mit dem Staate, den Bürgern Handel treibt, Suid. v. Ζήνων.
Greek (Liddell-Scott)
πολῑτοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ὁ ἐμπορευόμενος τὰς δημοσίας θέσεις, Σουΐδ. ἐν λ. Ζήνων.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που εμπορεύεται τις δημόσιες θέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + κάπηλος (πρβλ. ανδρο-κάπηλος, σωματο-κάπηλος)].