πολιτοκάπηλος

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῑτοκάπηλος Medium diacritics: πολιτοκάπηλος Low diacritics: πολιτοκάπηλος Capitals: ΠΟΛΙΤΟΚΑΠΗΛΟΣ
Transliteration A: politokápēlos Transliteration B: politokapēlos Transliteration C: politokapilos Beta Code: politoka/phlos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, A jobber in public offices, Malch. ap. Suid. s.v. Ζήνων.

German (Pape)

[Seite 657] ὁ, der mit dem Staate, den Bürgern Handel treibt, Suid. v. Ζήνων.

Greek (Liddell-Scott)

πολῑτοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ὁ ἐμπορευόμενος τὰς δημοσίας θέσεις, Σουΐδ. ἐν λ. Ζήνων.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εμπορεύεται τις δημόσιες θέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + κάπηλος (πρβλ. ανδρο-κάπηλος, σωματο-κάπηλος)].