ἐκπίασμα
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ατος, τό, A = ἐκπίεσμα, Hsch. s.v. ἐπίτερα :
Spanish (DGE)
-ματος, τό
machacadurade plantas para hacer un conjuro PMag.5.70, ἐλαιῶν Hsch.s.u. ἐπιτερῆ.