πλαγυφύλαξ
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
[φῠ], ᾰκος, ὁ, in pl., written either for πλαγιοφύλακες (q.v.), or for πλακοφύλακες (A guardians of temple-inscriptions), UPZ 89.6 (ii B. C.).
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
στον πληθ. οἱ πλαγυφύλακες
οι φύλακες τών ενεπίγραφων πλακών τών ναών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή πρόκειται για διάφορη γρφ. της λ. πλαγιοφύλαξ.