τανθαρύκτρια
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Greek Monolingual
και τοιθορύκτρια, ἡ, Α
αυτή που προκαλεί τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τανθαρύζω / τοιθορύσσω + επίθημα -τρία (πρβλ. ὀλολύκτρια)].