κοινοπραγώ
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
και κοινοπρακτώ (AM κοινοπραγῶ, -έω)
κάνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο, συμπράττω («τους τε Λακεδαιμονίους ἐπιβεβλῆσθαι κοινοπραγεῑν τοῑς Αίτωλοῑς», Πολ.)
αρχ.
συμμετέχω σε κάτι («κοινοπραγεῑν αδικημάτων», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πραγῶ (< -πραγής < θ. πραγ- του πράσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-πράγ-ην), πρβλ. βιαιο-πραγώ, καλο-πραγώ].