τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι → cause happiness to spring forth from the earth
ἐπισυμπίπτω (Α)1. αναπηδώ μαζί ξανά2. συμβαίνω κατόπιν ή επί πλέον [«ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῑς ἤδη γεγονόσιν», Ιώσ.)3. συμπίπτω.