επισυμπίπτω

Greek Monolingual

ἐπισυμπίπτω (Α)
1. αναπηδώ μαζί ξανά
2. συμβαίνω κατόπιν ή επί πλέον [«ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῖς ἤδη γεγονόσιν», Ιώσ.)
3. συμπίπτω.