υποσπείρω

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

Α σπείρω
1. μτφ. διασπείρω κρυφά («τῶν λόγων τοῡ Πλάτωνος ἔστιν οὕστινας ὑποσπείροντος», Πλούτ.)
2. παθ. ὑποσπείρομαι
(για την γη) σπέρνομαι κάτω από τα δέντρα.