οικειοποιούμαι

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

(Α οἰκειοποιοῡμαι, -έομαι)
παίρνω κάτι που ανήκει σε άλλον και το κάνω δικό μου, σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι
αρχ.
1. υιοθετώ
2. (το ενεργ.) οἰκειοποιῶ, -έω- καθιστώ κάτι οικείο σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -ποιῶ / -ποιοῦμαι (< -ποιός)].