προαδικώ

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
1. αδικώ πρώτος, κάνω αρχή της αδικίας
2. παθ. προαδικοῡμαι, -έομαι
αδικούμαι πρώτος ή αδικούμαι προηγουμένως
3. φρ. «προαδικῶ μετὰ βίας τινά» — εφαρμόζω ένα μέτρο με τη βία, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, προβιάζομαι.