τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain
οὐσιῶ, -όω (Α) ουσία1. δίνω υπόσταση, δημιουργώ2. παθ. οὐσιοῡμαι, -όομαιυπάρχω ή έχω ουσία («φωνὴ οὐδεμία οὐσίωται, εὐτυχεῑν δὲ καὶ δυστυχεῑν οὐσίαις τισὶν ἐπιλέγεται», Ευστ.).