ολόρριζος

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόρριζος, -ον)
αυτός που έχει όλη του τη ρίζα, σύρριζος
αρχ.
φρ. «ὁλόρριζοι ἀπολοῡνται» — θα ξεκληριστούν.
επίρρ...
ολορρίζως και ολόρριζα (ΑΜ ὁλορρίζως)
με όλη τη ρίζα, σύρριζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύ-ρριζος].