ὁλόρριζος
From LSJ
English (LSJ)
ὁλόρριζον, (ῥίζα) with the entire root, Thphr. HP 3.18.5: metaph., ὁλόρριζοι ἀπώλοντο LXX Jb.4.7.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ μεθ’ ὅλης τῆς ῥίζης, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁλόρριζος, -ον)
αυτός που έχει όλη του τη ρίζα, σύρριζος
αρχ.
φρ. «ὁλόρριζοι ἀπολοῦνται» — θα ξεκληριστούν.
επίρρ...
ολορρίζως και ολόρριζα (ΑΜ ὁλορρίζως)
με όλη τη ρίζα, σύρριζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύρριζος].