σύρριζα

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

Ν
επίρρ.
1. από τη ρίζα, μαζί με τη ρίζα
2. μέχρι τη ρίζα, πολύ βαθιά («έκοψε τα μαλλιά του σύρριζα»)
3. πολύ κοντά σε μια επιφάνεια («η κόρη εστάθη σύρριζα εις το χάσμα του κοίλου βράχου», Παπαδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ρίζα].