ολόρριζος

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόρριζος, -ον)
αυτός που έχει όλη του τη ρίζα, σύρριζος
αρχ.
φρ. «ὁλόρριζοι ἀπολοῦνται» — θα ξεκληριστούν.
επίρρ...
ολορρίζως και ολόρριζα (ΑΜ ὁλορρίζως)
με όλη τη ρίζα, σύρριζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. πολύρριζος].