καρκινώ

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all

Source

Greek Monolingual

καρκινῶ, -όω (Α)
καρκίνος
1. καθιστώ κάτι όμοιο με καρκίνο, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» — κάμπτω ή κυρτώνω τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.)
2. κάνω κάτι να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.)
3. παθ. καρκινῶμαι, -όομαι
4) (για ρίζες) περιπλέκομαι, μπερδεύομαι
β) (για το σιτάρι) αποκτώ ρίζες και σκληρύνομαι («καρκινοῡται
ὅταν ριζοῡται ὁ σῑτος καὶ σκληρύνεται», Ησύχ.) γ) πάσχω από καρκίνο
δ) μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, εξαλλάσσομαι σε καρκίνο.