συνεκλαλώ

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
προφέρω, εκφωνώ συγχρόνως («ἔθος εἶναι Ἀττικοῑς συνεκλαλεῑν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῑθεν ὄνομα», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαλῶ «ξεστομίζω, διατυπώνω»].

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
προφέρω, εκφωνώ συγχρόνως («ἔθος εἶναι Ἀττικοῑς συνεκλαλεῑν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῑθεν ὄνομα», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαλῶ «ξεστομίζω, διατυπώνω»].