προύργου
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
Greek Monolingual
και προέργου Α
1. χρήσιμο, ωφέλιμο για την εκτέλεση ενός έργου ή ενός σκοπού (α. «μὴ πάλιν τις αὖ ἐλθὼν διακωλύσῃ τι τῶν προὔργου ποιεῑν», Αριστοφ.
β. «ἵνα προὔργου τι γένηται», Ισοκρ.)
2. (ως επίρρ.) χρήσιμα, καλά, με πρόσφορο τρόπο («ὡς δ' ἐσείδομεν προὔργου πεσόντα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. πρὸ ἔργου].