συγκεφαλαιώνω

Revision as of 18:10, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡται" to "οῦται")

Greek Monolingual

συγκεφαλαιῶ, συγκεφαλαιόω, ΝΜΑ κεφαλαιῶ
επαναλαμβάνω συνοπτικά όσα είπα ή έγραψα εκτεταμένα, συνοψίζω («νῡν περὶ ψυχῆς τὰ λεχθέντα συγκεφαλαιώσαντες», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
μέσ. συγκεφαλαιοῦμαι, -όομαι
συντίθεμαι, συναποτελούμαι («τὴν τριάδα εἰς μονάδα συγκεφαλαιοῦσθαι», Αθανάσ.)
αρχ.
1. (σχετικά με εργασία) εκτελώ σε γενικές γραμμές («συγκεφαλαιοῦνται πολλὰς πράξεις εἰς ὀλίγους ἐπιστάτας», Ξεν.)
2. φρ. «ἐκ πολλοῡ ὀλίγον συγκεφαλαιοῦται» — μικρή ποσότητα λαμβάνεται από μεγάλη.