οκταετής
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
και οχταετής, -ές και οκταέτης, -άετες, θηλ. και -έτις (Α ὀκταετής, -ές και ὀκταέτης, -άετες, θηλ. και -έτις)
1. αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών («παιδί οκταετές»)
2. αυτός που διαρκεί οκτώ έτη (α. «οκταετής περίοδος» β. «ἡ μὲν νῡν ἐπίγαμος, ἡ δὲ ὀκταέτις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -ετής / -έτης (< ἔτος), πρβλ. εξα-ετής].