φοινικιοῦς

Revision as of 14:28, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

German (Pape)

[Seite 1295] ᾶ, οῦν, 1) = φοινίκεος, Ar. Av. 272. – 2) τὸ φοινικιοῦν, ein Gerichtshof in Athen, nach seiner Farbe benannt, Paus. 1, 28, 8. Vgl. βατραχιοῦν.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκιοῦς: οῦσα, οῦν, = φοινίκεος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 272, Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 2, 3. 12., 5. 19, κ. ἀλλ. ΙΙ. φοινικιοῦν, τό, δικαστήριόν τι ἐν Ἀθήναις κληθὲν ἐκ τοῦ χρώματος τῶν τοίχων αὐτοῦ, Παυσ. 1. 28, 8· πρβλ. βατραχιοῦν.

Greek Monolingual

–οῡσσα, -οῡν, Α
1. αυτός που έχει πορφυρό, χρώμα, φοινίκεος (Ι)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικιοῡν
(στην Αθήνα) δικαστήριο που ονομάστηκε έτσι από το πορφυρό χρώμα τών τοίχων της πρόσοψής του και το οποίο λειτούργησε μέχρι το 150 περίπου μ.Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «το πορφυρό χρώμα». Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. φοινίκιος και φοινικοῦς.

Greek Monotonic

φοινῑκιοῦς: -οῦσσα, -οῦν, = φοινίκεος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκιοῦς: οῦσσα, οῦν φοῖνιξ I] ярко-красный, пурпурный (ὄρνις Arph.; τὸ φῶς Arst.).

English (Woodhouse)

crimson