τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
νευροσιδηροῡς, -ᾱ, -οῦν(Α)αυτός που έχει πολύ γερά νεύρα, σιδερένιος, δυνατός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σιδηροῦς.